εὐαπόκριτος

εὐαπόκριτος
εὐ-από-κριτος, leicht zu beantworten; -τως ἔχειν πρός τι, leicht beantworten können

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευαπόκριτος — εὐαπόκριτος, ον (Α) αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί να αποκριθεί κάποιος. επίρρ... εὐαποκρίτως φρ. «εὐαποκρίτως ἔχειν πρός τινας» έχω εύκολη την απάντηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + από κριτος (< απο κρίνομαι), πρβλ. δυσ απόκριτος, αν από κριτος] …   Dictionary of Greek

  • εὐαποκρίτως — εὐαπόκριτος easy to expound by answers adverbial εὐαπόκριτος easy to expound by answers masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαπόκριτον — εὐαπόκριτος easy to expound by answers masc/fem acc sg εὐαπόκριτος easy to expound by answers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευαποκριτικός — εὐαποκριτικός, ή, όν (Α) [ευαπόκριτος] αυτός που έχει την ετοιμότητα να απαντά στις ερωτήσεις που τού υποβάλλονται, ο ετοιμόλογος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”